Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τὸ προσόν

  • 1 προσον

         προσόν
        τό [πρόσειμι I] излишек, избыток Dem.

    Древнегреческо-русский словарь > προσον

  • 2 προσόν

    (-όντος) τό
    1) дар; дарование, одарённость;

    προσόν ευφραδείας — дар красноречия;

    2) свойство, качество;

    έχω τα απαραίτητα προσόντα — иметь все необходимые качества (для чего-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προσόν

  • 3 προσόν

    [просон] ουσ ο свойство, качество.

    Эллино-русский словарь > προσόν

  • 4 προσειμι

        I
        [εἰμί] (inf. προσεῖναι, impf. προσῆν, fut. προσέσομαι)
        1) быть прибавленным, добавляться
        

    προσέσται (τοῖς λόγοις) τι καὴ τῆς ἐμῆς ὄφιος Her. — к рассказам (египетских жрецов) присоединится и кое-что из моих собственных наблюдений

        2) быть сопряженным, быть свойственным, относиться
        

    οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόσεστιν Eur. — не одни лишь невзгоды сопряжены со старостью;

        τῇ βίᾳ πρόσεισιν ἔχθραι Xen.с насилием связана ненависть

        3) быть в наличии, присутствовать, существовать
        

    γνώμη εἴ τις κἀπ΄ ἐμοῦ πρόσεστι Soph. — если есть и во мне хоть капля разума;

        ὡς ἂν ἀγνοία προσῇ Soph. — чтобы остаться неузнанным;
        τύχη μόνον προσείη Arph. — пусть только счастье (нам) сопутствует;
        τῷ προσιόντι (от προσιέναι) προσεῖναι Hes. — быть в готовности перед нападающим;
        ὃ προσὸν ἢ μέ προσὸν μηδὲν ποιεῖ ἐπίδηλον Arst. — то, присутствие или отсутствие чего не замечается

        4) быть собственностью, принадлежать
        

    ἢν δέ τι προσεργασώμεθα, καὴ ταῦτα προσέσται Xen. — если же мы еще кое-что заработаем, и это будет наше;

        τὰ προσόντα τινί Dem. чья-л.собственность

        5) быть в излишке
        

    τὸ προσόν Dem. — излишек, остаток

        II
        [εἶμι] (inf. προσιέναι, impf. προσῄειν, fut. πρόσειμι, imper. πρόσιθι)
        1) подходить, подступать, приближаться
        

    (σιγῇ Xen.; δῶμα Aesch. и δόμους Eur.)

        πρόσιθι Eur. — подойди;
        π. τινί, εἴς и πρός τινα Her., Trag., Plat. — подходить, приходить, приближаться или обращаться к кому-л.;
        τὸ π. καὴ ἀπιέναι Arst.приход и уход

        2) выступать с речью
        

    (π. πρὸς δῆμον или π. τῷ δήμῳ Xen.)

        3) ( о времени) приближаться, наступать
        

    (ἐπεὰν προσίῃ ὅ τεταγμένος χρόνος Her.)

        ἐπεὴ δὲ ἑσπέρα προσῄει Xen.когда наступил вечер

        4) наступать, нападать
        

    (τῇ πόλει, πρός и ἐπί τινα Xen.)

        5) приступать, принимать участие
        

    π. πρὸς τέν πολιτείαν Aeschin. и π. τῇ πολιτείᾳ Plut.принимать участие в государственных делах

        6) присоединяться, примыкать
        

    (τινί Thuc.)

        7) ( о доходах) поступать
        

    τὰ προσιόντα (χρήματα) Arph. — поступления, доходы;

        προσιόντων ἑξακοσίων ταλάντων ἄνευ τῇς ἄλλης προσόδου Thuc. — так как (ежегодно) поступало шестьсот талантов, не считая других доходов

    Древнегреческо-русский словарь > προσειμι

См. также в других словарях:

  • προσόν — το όντος 1. πλεονέκτημα, προτέρημα, χάρισμα, ικανότητα: Έχει το προσόν της σεμνότητας. 2. απαραίτητο εφόδιο για κάτι: Για την κατάληψη δημόσιας θέσης χρειάζονται ορισμένα προσόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσόν — το, Ν 1. ό,τι υπάρχει επί πλέον σε κάποιον και, ιδίως, εξαιρετική ιδιότητα ή ικανότητα, προτέρημα, πλεονέκτημα 2. απαραίτητο εφόδιο για να γίνει ή να πράξει κανείς κάτι, καθώς και το σχετικό επίσημο τεκμήριο, όπως λ.χ. δίπλωμα, πτυχίο,… …   Dictionary of Greek

  • προσόν — πρόσειμι 1 sum pres part act masc voc sg πρόσειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό …   Dictionary of Greek

  • αρετή — Στην πορεία της φιλοσοφικής σκέψης η α. έχει λάβει διάφορες σημασίες. Κατά την ελληνική αρχαιότητα υποδήλωνε την ικανότητα για παραγωγή ωφέλιμου αποτελέσματος. Με την πρώτη αυτή σημασία, η α. είναι προϋπόθεση ευδαιμονίας. Φυσική επιτηδειότητα και …   Dictionary of Greek

  • βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • επιδεικνύω — (AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω) 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια τού εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν») 2. εμφανίζω και… …   Dictionary of Greek

  • εφόδιο — το (ΑΜ ἐφόδιον, Α συν. στον πληθ. ἐφόδια, τὰ και ιων. τύπος ἐπόδια) 1. τα αναγκαία χρήματα ή τρόφιμα για την οδοιπορία ή το ταξίδι 2. γενικώς τα αναγκαία, τα απαραίτητα για κάτι και ειδικώς τα απαραίτητα πολεμοφόδια, καθετί που χρειάζεται για τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»